- παράρρυσις
- παράρρῡσις, εως, ἡ,A = παράρρυμα 1, A.Supp.715 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράρρυσις — εως, ἡ, Α το παράρρυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ρρυσις (< ἐρύω [Ι] «σύρω»)] … Dictionary of Greek
παραρρύσεις — παράρρυσις fem nom/voc pl (attic epic) παράρρυσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)